- χόλος
- ο, ΝΑάγριος θυμός, μίσος, κακία (α. «είχε μεγάλο χόλο για το κακό που τού έκανε και ζητούσε εκδίκηση» β. «Ἀστυάγης δὲ κρύπτων τόν οἱ ἐνεῑχε χόλον διὰ τὸ γεγονός», Ηρόδ.)αρχ.1. (σπαν. με τη φυσική σημασία) χολή2. πικρία («χόλος ἔριδος;», Σόλ.)3. (για φίδι) δηλητήριο4. ο πρόξενος θυμού («πᾱσα γυνὴ χόλος ἐστίν», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χολή].
Dictionary of Greek. 2013.